ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗΣ ΥΤΧ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Των Δέσποινα Κοχλιού, Στέφανος Σπανέας και Αγαμέμνονας Ζαχαριάδης 

Εισαγωγή

Η κοινωνική ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία υποδοχής έχει πάντα μια πολύ ισχυρή τοπική διάσταση. Για το λόγο αυτό, εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές που στοχεύουν στην ενίσχυση της κοινωνικής ένταξης και της ισότητας των ευκαιριών για τον πληθυσμό πρέπει να εξετάζουν το τοπικό, κυρίως το αστικό, πλαίσιο.

Η έννοια της ένταξης υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να γίνεται κατανοητή ως η διαδικασία της ένταξης των μεταναστών στα βασικά θεσμικά όργανα, σχέσεις και καταστάσεις της κοινωνίας υποδοχής. Για τους μετανάστες, η ένταξη σημαίνει μια διαδικασία μάθησης μιας νέας κουλτούρας, την απόκτηση δικαιωμάτων, την πρόσβαση σε θέση και κατάσταση, την οικοδόμηση προσωπικών σχέσεων με τα μέλη της κοινωνίας υποδοχής και αυξανόμενη ταύτιση με αυτή. Για την κοινωνία υποδοχής, ένταξη σημαίνει πρόσβαση των μεταναστών σε ιδρύματα, δίνοντας ίσες ευκαιρίες και καλωσορίζοντας την ένταξή τους στην κοινωνία.

Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη ενός πλαισίου για τον προσδιορισμό των αναγκών και των πολιτικών ένταξης στις τοπικές κοινωνίες της Κύπρου. Οι ανάγκες και οι πολιτικές θα πρέπει να σχετίζονται με τη διαμόρφωση της κατάστασης ης μετανάστευσης ενώ οι γενικές και ειδικές πολιτικές ένταξης πρέπει να αντιμετωπίζουν τους μετανάστες  ως βασικούς διαμορφωτές αυτών και όχι απλά ως αντικείμενα των μέτρων που θα σχεδιαστούν από άλλους.

Υιοθετώντας μια μεταναστευτική στρατηγική σε επίπεδο Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Κατά τη μελέτη της ένταξης των μεταναστών σε υφιστάμενα συστήματα και όργανα της κοινωνίας υποδοχής, τίθεται το ερώτημα: ποιος θεσμός είναι ζωτικής σημασίας για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών;

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό και αποδεκτό στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής πραγματικότητας ότι οι μετανάστες δεν θα γίνουν εύκολα αποδεκτοί στα θεσμικά όργανα και στα συστήματα μιας κοινωνίας. Θα συναντούν πάντα εμπόδια στην ένταξη, την οποία το συγκεκριμένο κείμενο αντιλαμβάνεται ως προκατάληψη και διάκριση ή ως αδυναμία των θεσμικών οργάνων ενός κράτους να φιλοξενήσει και να ενσωματώσει τους μετανάστες.

Υιοθετείται η άποψη ότι για να ξεπεραστούν τέτοιου είδους εμπόδια, η κοινωνία υποδοχής πρέπει να συμμετέχει σε μια κοινή διαδικασία ένταξης. Ως εκ τούτου, οι τοπικές  αρχές θα πρέπει να αναπτύξουν μια στρατηγική, προσαρμοσμένη στις τοπικές ανάγκες, η οποία θα ακολουθεί και θα εφαρμόζει την εθνική στρατηγική.

Η ικανότητα των ΑΤΑ να αναπτύξουν μία στρατηγική ένταξης εξαρτάται πρωταρχικά από το γενικό βαθμό πολιτικής, νομικής και οικονομικής αυτονομίας που διαθέτουν μέσα στην εθνική συνταγματική δομή του κράτους. Μερικές χώρες έχουν μια ισχυρή παράδοση τοπικής αυτονομίας ενώ άλλες είναι πιο συγκεντρωτικές, όπως για παράδειγμα η Κύπρος. Σε αυτή την περίπτωση το Κεντρικό Κράτος αποφασίζει για τα περισσότερα ζητήματα και οι ΑΤΑ ακολουθούν ή/και σε αρκετά θέματα αποτελούν τον εκτελεστικό βραχίονα εθνικών πολιτικών.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η κυπριακή κοινωνία και οι τοπικές αρχές κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μεγαλύτερες σε όγκο αναφορικά με τα προηγούμενα χρόνια και χωρίς ανάλογη προετοιμασία και σχεδιασμό (Κοχλιού και Σπανέας 2008). Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν αρνητικές με κυρίαρχο το στοιχείο της ανασφάλειας, αλλά και της άγνοιας για τη διαχείριση του φαινομένου. Με την πάροδο του χρόνου άρχισε να γίνεται αντιληπτό  ότι η παρουσία μεταναστών στην Κύπρο άπτεται όχι μόνο ζητημάτων εργασίας, προσωρινής παραμονής και ασφάλειας, αλλά, πολύ ευρύτερων ζητημάτων που αφορούν την αναπτυξιακή και γενικότερη προοπτική της χώρας, σε ένα  νέο και ραγδαία μεταλλασσόμενο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αναδεικνύεται έντονα η ανάγκη αναγνώρισης των ιδιαιτεροτήτων που δημιουργούν οι νέες κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες με την ανάληψη πρότυπων πρωτοβουλιών από πλευράς των ΑΤΑ, ώστε η κοινωνική πολιτική να ασκείται διαδοχικά και συμπληρωματικά. Η εμπλοκή των ΑΤΑ στην άσκηση της μεταναστευτικής πολιτικής στοχεύει να διασφαλίσει, χάρη στην εγγύτητά τους με την ομάδα των μεταναστών, στην ανάδειξη των κοινωνικών προβλημάτων που τα άτομα και οι οικογένειες τους αντιμετωπίζουν, και στην αποτελεσματικότερη διαχείριση τυχόν εξατομικευμένων περιπτώσεων. Διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία να σχεδιάσουν δράσεις και προγράμματα για τους κατοίκους τους και μια μεγαλύτερου βαθμού προσαρμοστικότητα στη διαμόρφωση υπηρεσιών που μπορούν να ανταποκριθούν στις τοπικές ιδιαιτερότητες.

Η διασφάλιση της εξατομικευμένης ανταπόκρισης στις δυσλειτουργίες των πολιτών πρέπει ωστόσο να συνδυάζεται με την εγγύηση ίσων δικαιωμάτων και κοινών βασικών προϋποθέσεων στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, μέσα σε ένα πλαίσιο ισονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η απαίτηση αυτή συναντά την (ευρύτερη) ανάγκη μιας νέας τοπικής κοινωνικής πολιτικής με τα ακόλουθα ποιοτικά χαρακτηριστικά:

Καταρχήν, ο σχεδιασμός αλλά και η άσκηση κοινωνικής πολιτικής, στην οποία εντάσσεται και η πολιτική ένταξης μεταναστών θα πρέπει να εμπλέκει όλους τους συναρμόδιους φορείς και οργανισμούς σε ενιαίες διαδικασίες ολοκληρωμένου σχεδιασμού και διοίκησης ενώ ταυτόχρονα θα επιτρέπει τη διαφοροποιημένη υλοποίηση υπό τον όρο ότι από διαφορετικές οδούς θα επιτυγχάνονται τα κοινά σχεδιασμένα μίκρο και μάκρο-αποτελέσματα με τις δεδομένες προδιαγραφές. Προτείνεται η ένταξη των δημοτικών δράσεων σε ευρύτερα επαρχιακά–γεωγραφικά όρια, όπου θα ενσωματώνονται αντίστοιχες δομές και δράσεις των κεντρικών και αποκεντρωμένων δημόσιων υπηρεσιών αλλά και των εθελοντικών οργανώσεων, ώστε να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και ταυτόχρονα να επιτυγχάνεται η δικτύωση και η συνεργασία των υπηρεσιών με σκοπό πάντα την ολιστική κάλυψη κοινωνικών αναγκών.

Δεύτερον, το ενδιαφέρον χρειάζεται να στραφεί προς τη δημιουργία θεματικών κοινωνικών δράσεων με στόχο την αμοιβαία στήριξη των ΑΤΑ. Οι εμπειρίες που έχουν αποκομιστεί τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και από την εκτενή μελέτη ανάλογων εμπειριών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να σταθμιστούν αλλά και να αξιοποιηθούν, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά κριτήρια και συνθήκες που ισχύουν στο κυπριακό περιβάλλον. Η προσέγγιση αυτή θα δώσει την ευκαιρία σε καινοτόμες πρωτοβουλίες να αναδειχθούν, ώστε να παρέχονται ποιοτικές υπηρεσίες και με ευρύτητα κάλυψης του πληθυσμού.

Γενικές Αρχές          

Για να είναι επιτυχής η στρατηγική ένταξης μεταναστών θα πρέπει να είναι αξιόπιστη, ρεαλιστική και εφικτή. Επίσης θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Για να αποφευχθούν τέτοιες πιθανότητες οι υπηρεσίες θα πρέπει να απευθύνονται ισότιμα σε όλες τις ευπαθείς ομάδες. Βασικό συστατικό μιας επιτυχημένης στρατηγικής αποτελεί η διαρθρωμένη επικοινωνίας και ο διάλογος μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των ΑΤΑ, καθώς επιτρέπει την πρόβλεψη και την εκτίμηση πιθανών αντιδράσεων από τα μέτρα που θα προταθούν προς υλοποίηση. Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματα των διαφόρων δράσεων ένταξης από το ένα επίπεδο μπορούν να τροφοδοτήσουν τις πολιτικές σε άλλα επίπεδα, ενώ παράλληλα με τον τρόπο αυτό εμπλέκονται όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες και πρόσωπα υπό την προσέγγιση ενός συνεργατικού μοντέλου λήψης αποφάσεων.

Επιπλέον, η στρατηγική θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει ανάλυση  κόστους/οφέλους όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά κυρίως μακροπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, απαιτείται ο κατάλληλος δημοσιονομικός σχεδιασμός  για να εξασφαλίζεται επαρκώς ότι υπάρχει ροή ανάλογη οικονομικών πόρων για κάθε μεμονωμένη δράση που θα περιγράφεται στη στρατηγική. Ανάλογα αναμένεται η ανάπτυξη ενός μηχανισμού αξιολόγησης της ποιότητας των υπηρεσιών που θα προσφέρονται σε ποσοτική και ποιοτική βάση. Οι αξιολογήσεις θα πρέπει να εξετάζουν κυρίως την καταλληλότητα και την ποιότητα των ίδιων των πολιτικών ένταξης, για τις οποίες μπορούν να προσδιοριστούν δείκτες ορθής διακυβέρνησης αντί να καταβάλλονται προσπάθειες μέτρησης του «βαθμού ένταξης» των ατόμων ή των ομάδων μεταναστών, πράγμα το οποίο παραμένει πάντα μια πρόκληση.

Τέλος οι όποιες σχεδιαζόμενες στρατηγικές θα πρέπει να ακολουθούν την αρχή της καθολικότητας του πληθυσμού. Κρίνεται σκόπιμο να απευθύνονται ή/και να προσπαθούν να συνδέουν μεταξύ τους όλους τους κατοίκους, καθώς και την ίδια την διοικητική αρχή. Όλοι μαζί μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας κοινής στρατηγικής ένταξης, δίνοντας έμφαση στη συνεισφορά των μεταναστών στην τοπική κοινωνία σε συνδυασμό με το σεβασμό για τη γνώμη των άλλων.

Βασικοί Άξονες Ένταξης

Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις στις στρατηγικές ένταξης που απορρέουν από την κατανόηση της σχετικής έννοιας από τις διάφορες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πολιτικές  μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχουν κάποιοι βασικοί άξονες, πάνω στους οποίους μπορούν οι ΑΤΑ να εστιάσουν την προσοχή τους  και να αναπτύξουν ανάλογες δράσεις.

Ο πρώτος άξονας είναι αυτός της Εκπαίδευσης και το ρόλος της στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής σε τοπικό επίπεδο. Το εκπαιδευτικό σύστημα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επιδιωκόμενη ένταξη, εμφυσώντας αισθήματα εγγύτητας ανάμεσα σε κοινότητες με διαφορετικό υπόβαθρο και πολιτισμό. Ο δεύτερος άξονας αφορά τη στέγαση. Η στέγαση έχει ζωτική σημασία για τα άτομα, τις οικογένειες και τις κοινότητες και αποτελεί βασικό παράγοντα για την προώθηση της ένταξης. Ο τρίτος άξονας αναφέρεται στην Υγεία και στην αναγκαιότητα ίσης πρόσβασης των μεταναστών σε υπηρεσίες υγείας. Ο τέταρτος άξονας είναι αυτός της Απασχόλησης, υπό το πρίσμα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών με συνέπεια τη, σε μεγαλύτερο βαθμό, ενσωμάτωσή τους. Ο πέμπτος άξονας αναφέρεται στην Ενδυνάμωση και συμμετοχή. Ο άξονας αναφέρεται στην προώθηση συνεργατικών διαδικασιών μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και των μεταναστευτικών ομάδων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σχεδιασμού και εφαρμογής  μέτρων και πολιτικών που τους αφορούν.

Εκπαίδευση

Σε μια κοινωνία της γνώσης, όπως η Κύπρος, τα παιδιά των μεταναστών παραμένουν ο πιο αδύναμος κρίκος και ο λιγότερο ανταγωνιστικός. Όλο και περισσότερο, οι, χαμηλής ειδίκευσης, θέσεις μειώνονται ή/και υπερκαλύπτονται από την πληθώρα ανεκπαίδευτου εργατικού δυναμικού – η αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Κύπρο σε συνδυασμό με την παρούσα οικονομική κρίση συνέβαλε στην ραγδαία αύξηση – ενώ παράλληλα οι γενικές απαιτήσεις για δεξιότητες αυξάνονται. Δεδομένου ότι οι γονείς τους δεν διαθέτουν, ως επί το πλείστο, το κοινωνικό και πολιτιστικό κεφάλαιο για τη διευκόλυνση της  εκπαιδευτικής επιτυχίας των παιδιών τους, αναμένεται να υπάρχει υψηλότερος βαθμός εκπαιδευτικών αποτυχιών ή σχολική διαρροή (οριακή αύξηση το 2012), όπως διαφαίνεται από σχετικούς πίνακες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (http://europa.eu/rapid/press-release_IP-13-324_en.htm).

Κάποια μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της τακτικής φοίτησης μπορούν να αναληφθούν από τις ΑΤΑ. Μπορούν να παρέμβουν στο πλαίσιο της προετοιμασίας της προσχολικής ηλικίας για την ένταξη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Μπορούν επίσης να υποστηρίξουν μέτρα για τα παιδιά των μεταναστών στα σχολεία. Για παράδειγμα, τα γλωσσικά προβλήματα αποτελούν ένα σημαντικό εμπόδιο για πολλά παιδιά μεταναστών κατά την είσοδο τους στο σχολείο. Οι ΑΤΑ μπορούν να οργανώσουν αρχικά μαθήματα εκμάθησης της γλώσσας, τόσο για τους γονείς, όσο και για τα παιδιά τους. Η προσχολική γλωσσική κατάρτιση, στη συνέχεια, είναι πρωταρχικής σημασίας. Η Υποστήριξη από ειδικά προγράμματα των ΑΤΑ με την παρουσία διαπολιτισμικών συμβούλων και δασκάλων θα συνέβαλε ουσιαστικά σε μια βελτιωμένη απόδοση στο σχολικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η καθοδήγηση για τα άτομα ή/και μικρές ομάδες παιδιών θα μπορούσε να πραγματοποιείται μετά τις ώρες του σχολείου. Σε πολλές χώρες, ανάλογες ενέργειες αποτελούν μια φυσιολογική μορφή της κοινωνικής εργασίας με παιδιά από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα (συμπεριλαμβανομένων των παιδιών μεταναστών), που πραγματοποιούνται από διάφορους οργανισμούς πρόνοιας, όπως ΜΚΟ και απασχολούνται, σε κύρια προτεραιότητα, κοινωνικοί λειτουργοί. Επιπλέον, η απασχόληση σχολικών διαμεσολαβητών, μεταναστών κατά προτίμηση, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μέτρο για να ενθαρρύνουν οι γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο και να διατηρούν επαφή μεταξύ των γονέων μεταναστών και του σχολείου.

Σημαντικό κομμάτι μιας επιτυχημένης εκπαιδευτικής στρατηγικής αποτελεί επίσης η πρόσληψη βοηθών διδασκαλίας για να υποστηρίξουν τα παιδιά των μεταναστών στην τάξη, Οι ΑΤΑ θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εργοδότηση των ατόμων αυτών. 

Στέγαση

Οι μετανάστες συχνά τείνουν να συγκεντρώνονται στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομικά και κοινωνικά περιοχές μιας πόλης με ακατάλληλες συχνά συνθήκες στέγασης, περιβαντολλογικά προβλήματα και ελάχιστη έως καθόλου πρόσβαση σε δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες. Οι συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών είναι από τις πιο ακατάλληλες και αυτό επηρεάζει και όλες τις υπόλοιπες διαστάσεις της ζωής τους. Οι μετανάστες επιλέγουν το είδος της στέγασης τους βασιζόμενοι στις ανάγκες και τις ευκαιρίες που προσφέρει το περιβάλλον. Οι πολιτικές, τόσο του Κεντρικού Κράτους, όσο και των ΑΤΑ θα πρέπει να επιχειρήσουν να διευρύνουν τις επιλογές τους εξασφαλίζοντας ίσες ευκαιρίες στην αγορά και ενοικίαση κατοικιών, όχι μόνον όσον αφορά την πρόσβαση αλλά και την ποιότητα αυτών.

Πολλοί μετανάστες αντιμετωπίζουν άμεση ή έμμεση «διαφορετική» μεταχείριση στην αγορά στέγης. Οι ιδιοκτήτες μπορεί να είναι επιφυλακτικοί να ενοικιάσουν ή να πουλήσουν το ακίνητό τους σε μετανάστες (Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας (EUMC) (2005). Άλλοι μπορεί να ζητήσουν υπερβολικά ενοίκια και εγγυήσεις, να μη δέχονται εγγυητές ή να απαιτούν επιπρόσθετα έγγραφα και συστάσεις. Σε άλλες χώρες, η συγκεκριμένη δυσκολία αντιμετωπίζεται (όχι σε ολοκληρωτική βάση) με τη μίσθωση κατοικιών από τις ΑΤΑ (κοινοτικά κοινωνικά υποστατικά) για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπου συμπεριλαμβάνονται πλέον και οι μετανάστες. Για την περίπτωση της Κύπρου, η στεγαστική πολιτική για τους μετανάστες δεν συμπεριλαμβάνεται στην Εθνική Στρατηγική. Μπορεί βέβαια κάποιος να ισχυριστεί, ότι όσοι από αυτούς αιτηθούν (όταν πληρούν τα ανάλογα κριτήρια) για οικονομική ενίσχυση από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Δημόσιο Βοήθημα), αλλά δεν αποτελεί ουσιαστική λύση στο παρουσιαζόμενο πρόβλημα.

Η εξασφάλιση λοιπόν κατάλληλων συνθηκών διαβίωσης και πιο συγκεκριμένα της στέγασης θα πρέπει να έχει υψηλή προτεραιότητα στη στρατηγική ένταξης των μεταναστών, ώστε να διασφαλίζονται οι βασικές προϋποθέσεις της κοινωνικής συνοχής.

Οι ΑΤΑ μπορούν και πρέπει να δράσουν αποτελεσματικά μέσω της υιοθέτησης, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, προγραμμάτων στεγαστικής στήριξης. Προτείνεται όπως υιοθετήσουν πολιτικές κατασκευής και διανομής κοινωνικής κατοικίας για άτομα που είτε βρίσκονται κάτω από το όριο φτώχειας, είτε δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα έξοδα της ιδιωτικής αγοράς κατοικιών. Επιπλέον σε συνεργασία με τα αρμόδια πολεοδομικά τμήματα μπορούν να σχεδιάσουν την εγκατάσταση/επανεγκατάσταση μεταναστευτικών ομάδων που δεν θα λειτουργήσουν αρνητικά για τις τοπικές κοινωνίες με πιθανή υποβάθμιση της περιοχής και αύξηση τυχόν παραβατικών ή γενικότερα αντικοινωνικών συμπεριφορών.

Υγεία

Ο συγκεκριμένος άξονας αναφέρεται στις συστηματικές προσπάθειες που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν για την διευκόλυνση της ισότιμης πρόσβασης και της χρήσης των υπηρεσιών υγείας από τους πολίτες τρίτων χωρών, τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες.  Υιοθετείται η άποψη ότι η πρόσβαση των μεταναστών στις υπηρεσίες υγείας είναι απαραίτητη και θα πρέπει να καλύπτει όλους τους μετανάστες ανεξαρτήτως του νομικού τους καθεστώτος. Το προαναφερόμενο επιχείρημα έγκειται στην άποψη ότι η απουσία πρόσβασης σε ιατρικές υπηρεσίες θα μπορούσε για παράδειγμα να οδηγήσει στην επιδημία μεταδοτικών ασθενειών. Για το λόγο αυτό, για την περίπτωση της Κύπρου, λειτουργούν ανά την επικράτεια Κέντρα Εμβολιασμού, όπου οι εμβολιασμοί παρέχονται δωρεάν σε ανήλικους και ενήλικα άτομα, ανεξαρτήτου του νομικού καθεστώτος τους.

Κρίνεται όμως σκόπιμο στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι η πρόσβαση δεν εξαρτάται μόνο από τις αρχές του κράτους, αλλά και από τους ίδιους τους μετανάστες. Χρειάζεται ο συγκεκριμένος πληθυσμός να είναι ενήμερος για την ύπαρξη και διαθεσιμότητα των υπηρεσιών υγείας. Είναι ένας ρόλος που οι ΑΤΑ μπορούν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Μέσα από το Κέντρο Ενημέρωσης και Ένταξης Μεταναστών (όπως περιγράφεται σε προηγούμενο κείμενο), μπορούν να παρέχουν άμεση πληροφόρηση για την ύπαρξη ιατρικών υπηρεσιών. Μπορούν επίσης να οργανώσουν προγράμματα που αποσκοπούν στην αξιοποίηση διαμεσολαβητών από τις κοινότητες των μεταναστών. Οι μεσολαβητές μπορούν να μεταδίδουν πληροφορίες στην κοινότητα, αλλά επίσης να βοηθούν και στη διασύνδεση των ασθενών με το ιατρικό προσωπικό.

Οι ΑΤΑ επίσης μέσω της λειτουργίας ανάλογων προγραμμάτων ή/και με την υποστήριξη μεσολαβητών υγείας μπορούν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις βασικές συνθήκες υγιεινής. Επιπρόσθετα, κρίνεται αναγκαία η ανάπτυξη προγραμμάτων διαμεσολάβησης στο πλαίσιο των υπηρεσιών υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών σε τοπικό/επαρχιακό επίπεδο, ώστε να διευκολυνθεί η επικοινωνία και η κατανόηση μεταξύ επαγγελματιών και διαφόρων μεταναστευτικών ομάδων.

Τέλος τίθεται το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουν οι ΑΤΑ για τη δημιουργία Κοινωνικών Ιατρείων, όπου θα επιτρέπουν την πρόσβαση τόσο σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες όσο και σε παράνομους μετανάστες στα πλαίσια της κοινωνικής συνοχής.

Απασχόληση

H ένταξη στην αγορά εργασίας αποτελεί το κυριότερο παράγοντα αποδοχής και ένταξης στην κοινωνία υποδοχής για τους μετανάστες για το λόγο ότι η εξασφάλιση ενός ποιοτικού επιπέδου διαβίωσης για τις οικογένειες των μεταναστών διασφαλίζει την αποτροπή των κυριότερων αρνητικών φαινομένων που περιλαμβάνονται στην ευρύτερη έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού.

Τα παρακάτω είναι μερικά μέτρα τα οποία είναι εφικτά στην παρούσα οικονομική κρίση:

  • παρoχή πληροφοριών σχετικά με το πώς να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες απασχόλησης.
  • Υποστήριξη των εργοδοτών για την ενθάρρυνση της πρόσληψης μεταναστών.
  • Προσλήψεις μεταναστών εντός του εργατικού δυναμικού της τοπικής αυτοδιοίκησης.
  • Ενθάρρυνση της αυτοαπασχόλησης και της ανάπτυξης μικρών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στις παραδοσιακές τέχνες.

Οι ΑΤΑ μπορούν επίσης να παρέχουν εκπαιδευτικά προγράμματα και διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης επαγγελματικών προσόντων τόσο για τους μετανάστες όσο και για τον τοπικό πληθυσμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την παροχή βοήθειας στους νέους στις κοινότητες που διαβιούν και της ομαλής μεταφοράς τους από το σχολικό σύστημα στην αγορά εργασίας: τα σχετικά μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την υποστήριξη της μαθητείας, παρέχοντας πρόσθετη επαγγελματική κατάρτιση και συμβουλευτική γονέων και  νέων σχετικά με τις ευκαιρίες απασχόλησης και κατάρτισης. Οι ΑΤΑ μπορούν επίσης να συνεργάζονται με τα τοπικά εμπορικά επιμελητήρια, οργανώσεις μεταναστών και άλλες ΜΚΟ για να πεισθούν οι τοπικοί εργοδότες για την παροχή ευκαιριών απασχόλησης για τους νέους που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών. Μπορούν επίσης να θεσπίσουν ευνοϊκότερες συνθήκες για νέες επιχειρηματικές επενδύσεις και τη βελτίωση των ευκαιριών στην αγορά εργασίας τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους μετανάστες. Για παράδειγμα, ως ειδικό μέτρο, οι υπηρεσίες των δήμων για την απασχόληση θα μπορούσαν να αναπτύξουν προγράμματα για την κατάρτιση των ανέργων.

Επιπλέον, οι ΑΤΑ μπορούν να οργανώνουν προγράμματα για τη στήριξη, σύσταση και τη λειτουργία μικρών επιχειρήσεων. Η στήριξη αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών για νέες πρωτοβουλίες σε νομικά θέματα, φορολογικά θέματα και οικονομικά και οργανωτικά θέματα, καθώς και την υποβοήθηση της πρόσβασης σε προγράμματα στήριξης των επιχειρήσεων. Οι ΑΤΑ θα μπορούσαν, τέλος, να διαπραγματευτούν με τοπικά εμπορικά επιμελητήρια και τις τοπικές ενώσεις εργοδοτών όσον αφορά την ένταξη των μικρών αυτών επιχειρήσεων στη γενική επιχειρηματική κοινότητα, καθώς και στην ευαισθητοποίηση των καταναλωτών.

Ενδυνάμωση και συμμετοχή

Κανένα μέτρο ή έργο δε θα πετύχει αν δεν υπάρχει η δέσμευση των αρχών να συνεργαστούν με τους μετανάστες και την πρόθυμη συμμετοχή των ίδιων των μεταναστών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σχεδιασμού και εφαρμογής των οποιοδήποτε μέτρων. Πιθανά μέτρα που θα μπορούσαν να αναληφθούν είναι τα εξής: Ανάπτυξη συμμετοχικών μηχανισμών για να ακουστεί η φωνή της κοινότητας των μεταναστών. Αποφυγή της γραφειοκρατίας και, όπου είναι δυνατόν, αξιοποίηση των υφιστάμενων δομών ένταξης των μειονοτήτων. Διασφάλιση ότι σε κάθε εκπροσώπηση στην οικοδόμηση της στρατηγικής και την προετοιμασία των έργων θα πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή τους διαμέσου  των ηγετών των διαφόρων οργανωμένων κοινωνικών συνόλων των μεταναστών. Πέρα από το πιο πάνω, για την αποδοτικότερή διαδικασία λήψης αποφάσεων για χάραξη στρατηγικής απαιτείται η δημιουργία μια συνεργατικής διαδικασίας με όσο το δυνατόν περισσότερή συμμετοχή των διαμεσολαβητών υγείας και εκπαίδευσης οι οποίοι κατέχουν καλή γνώση της κατάστασης. Προτείνεται, επιπλέον η σύσταση εξιδανικευμένων δημοτικών επιτροπών  όπου η λειτουργία τους θα εστιάζεται στην προώθηση της βελτίωσης των διαπολιτισμικών σχέσεων με απώτερο στόχο την ελαχιστοποίηση των συγκρούσεων και τη θέσπιση ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των κοινοτήτων των μεταναστών και του τοπικού πληθυσμού.. Όταν τέτοιες πολιτικές είναι επιτυχείς δημιουργούν ένα κλίμα εμπιστοσύνης και καλής θέλησης μεταξύ των μεταναστών, το γηγενή πληθυσμό, και τις διαφορετικές εθνοτικές ομάδες και θρησκείες. Ένα τέτοιο κλίμα συμβάλλει επίσης σε μια υποκειμενική αίσθηση ασφάλειας, με χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας. Επιπλέον, ένα πιο ειρηνικό κοινωνικό κλίμα μπορεί να συμβάλει στην τοπική δημόσια συζήτηση γύρω από το θέμα των μεταναστών και της θέσης τους στην κοινωνία.  Για αυτό το λόγο οι Δήμοι πρέπει να λάβουν μια θεμελιώδη απόφαση σχετικά με τις διαπολιτισμικές σχέσεις. Για το σκοπό αυτό, οι τοπικές αρχές είτε μέσω της αξιοποίησης τοπικών προγραμμάτων είτε στα πλαίσια ευρωπαϊκών προγραμμάτων θα μπορούσαν να προωθήσουν:

  1. Tην διοργάνωση συναντήσεων διαδραστικότητας μεταξύ των μεταναστών γονείς με τους γονείς στην τοπική κοινότητα.
  2. Οργάνωση εκδηλώσεων (σχολικές εκδρομές, φεστιβάλ πόλη) φέρνοντας τις δύο κοινότητες μαζί.
  3. Ενθάρρυνση των μεταναστών να συμμετάσχουν στην τοπική ζωή και στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Επιπλέον οι τοπικές αρχές θα πρέπει να αξιοποιούν κάθε  ευκαιρία  για την καταπολέμηση των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων. Μια πιθανή ενέργεια είναι η υποστήριξη του διαθρησκευτικού διάλογου και η οργάνωση εκδηλώσεων με στόχο την έναρξη διαλόγου μεταξύ των τοπικών πληθυσμών και των μεταναστών. Τέτοιες δραστηριότητες θα μπορούσαν να συμβάλουν έμμεσα στη μείωση των συγκρούσεων.  Η προκατάληψη τείνει να είναι επίμονη, και η εξάλειψη της απαιτεί χρόνο για αυτό είναι σημαντικό να εισαχθούν επίσημοι και ανεπίσημοι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου που θα εμποδίζουν την προκατάληψη να μετατραπεί σε ενεργή διάκριση εις βάρος των μεταναστών. Οι Δήμοι θα μπορούσαν επίσης να καταρτίσουν κοινά προγράμματα με τις εκκλησίες και τους θρησκευτικές εκπροσώπους των μεταναστών για να υποστηρίξουν την αμοιβαία αναγνώριση και αποδοχή. Περαιτέρω οι ΑΤΑ θα πρέπει επίσης να καταδικάσουν, χωρίς δισταγμό, τις αρνητικές δηλώσεις που προβάλλονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης  που έχουν ως στόχο να ενισχύσουν αισθήματα ανασφάλειας και ξενοφοβίας. Σε αυτή την βάση θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ο δωρεάν διαδικτυακός ραδιοφωνικός σταθμός (My radiocy) με στόχο τον κοινό διάλογο, την διάχυση των διαφόρων εκδηλώσεων καθώς και την δημιουργία προγραμμάτων σχετικά με θέματα που απασχολούν τόσο τις γηγενείς όσο και τις μεταναστευτικές ομάδες πληθυσμού. Οι τοπικές πολιτικές ένταξης είναι αποτελεσματικότερες όταν επιτευχθεί συλλογικότητα και η κοινή συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα της κοινότητας.

Συμπεράσματα       

Η ανωτέρω περιγραφείσα κατάσταση και οι πιθανές ενέργειες που θα μπορούσαν να αναληφθούν από τις τοπικές αρχές, αναδεικνύουν σαφώς το ρόλο και τις ευθύνες των τοπικών αρχών,  στην προώθηση ενός επιτυχούς μηχανισμού ένταξης των μεταναστών σε διάφορες χώρες. Επικρατεί η πεποίθηση πως οι πολιτικές ένταξής δεν πρέπει να προσανατολίζονται μόνο στους μετανάστες αλλά να συνδέουν μεταξύ τους όλους τους κατοίκους καθώς και την ίδια τη διοίκηση των ΑΤΑ. Αν και υπάρχει επιτακτική  ανάγκη  πραγματικών αλλαγών σε όλα τα επίπεδα υπηρεσιών και τομέων της δημοτικής δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο πολιτικής, έχουν παρατηρηθεί σημαντικά βήματα προς τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πλαισίου για την ένταξη των μεταναστών βρίσκονται σε εξέλιξη. Ωστόσο, οι δραστηριότητες αυτές αφορούν κυρίως παράγοντες στο εθνικό επίπεδο κράτους μέλους, όπως τα εθνικά θεσμικά όργανα και τα εθνικά σημεία επαφής. Επομένως κρίνεται αναγκαίο ως πρωταρχικός στόχος η θέσπιση από μια «εκ των κάτω προς τα άνω» συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων από το τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Η επικέντρωση στη συγκεκριμένη εφαρμογή πολιτικών ένταξης και στην αποτελεσματικότητα των μέτρων της, θα μπορούσε να παρέχει στοιχεία για τη χάραξη πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και θα μπορούσε να υποστηρίξει αποτελεσματικά τη διαδικασία οικοδόμησης συναίνεσης σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για την πολιτική ένταξης. Σημαντικό στοιχείο για την επίτευξη όλων των πιο πάνω αποτελεί η αξιολόγηση η οποία θα πρέπει να αποτελεί μια συνεχιζόμενη και  σταθερή διαδικασία σε όλα τα επίπεδα σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικών ένταξης. Η διαδικασία της αξιολόγησης προσφέρει τη δυνατότητα στις  διοικήσεις να αναπτύξουν και να προωθήσουν οργανωτικές αλλαγές με σκοπό τη διαμόρφωση και την τροποποίηση των υπό εξέλιξη προγραμμάτων, υπηρεσιών και τον εντοπισμό των βέλτιστων πρακτικών. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν πρέπει να προσεγγίζεται ως μια εξωτερική απειλή αλλά ως μια ευκαιρία που θα συντείνει στη αναβάθμιση και βελτίωση των υπαρχουσών δομών καθώς και στων προσδιορισμό προβλημάτων και εμποδίων.